υστέρηση

υστέρηση
Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του αίτιου μπορεί να αντιστοιχούν όμοια αποτελέσματα ή αντίστροφα· δεν υπάρχει δηλαδή μια δισήμαντη αντιστοιχία μεταξύ μεταβολών του αιτίου και αποτελεσμάτων. Οι μεταβολές συνεπώς που υφίσταται ένα υλικό δεν συμβαδίζουν με τις φυσικές δράσεις που τις παράγουν και γενικά δεν εξαφανίζονται με το μηδενισμό τους. Τα υλικά επίσης συμπεριφέρονται σαν να διατηρούν μια «μνήμη», με την έννοια ότι οι μεταβολές της κατάστασης τους, σε αντιστοιχία προς μια καθορισμένη δράση, εξαρτώνται από τις προηγούμενες μεταβολές που έχουν υποστεί (διηλεκτρικά). Για τη διηλεκτρική υ. βλ. διηλεκτρικά. ελαστική υ. Ένα υλικό που υποβάλλεται σε εξωτερικές δυνάμεις παραμορφώνεται. Αν η δύναμη είναι ασθενής και εφαρμόζεται προοδευτικά, η παραμόρφωση είναι ανάλογη με την ένταση της δύναμης και αν ελαττωθεί σιγά-σιγά η δύναμη, ελαττώνεται και η παραμόρφωση έως ότου εξαφανιστεί τελείως (ελαστικότητα). Παρόλα αυτά, η παραμόρφωση, γενικά, δεν εξαφανίζεται με το μηδενισμό της δύναμης που την προκάλεσε· για να μηδενιστεί πρέπει να εφαρμοστεί μια δύναμη αντίθετης φοράς. Αν ένα υλικό υποβληθεί πολλές φορές σε δυνάμεις που εναλλάσσονται, οι παραμορφώσεις του υλικού, κατά τη φάση της μετάβασης και της επανόδου, είναι διαφορετικές κάτω από ίση μεταβολή δύναμης. Απ’ αυτό έπεται ότι οι διαδοχικές διαμορφώσεις που προσλαμβάνει το υλικό με τη μεταβολή της δύναμης διαγράφουν μια κλειστή καμπύλη, που καλείται καμπύλη υστέρησης. Σε κάθε κλειστή καμπύλη η ενέργεια που καταναλώνεται για την παραγωγή της παραμόρφωσης δεν αποδίδεται τελείως κατά τη φάση της επανόδου, αλλά απορροφάται μερικώς για να υπερνικήσει τις αντιστάσεις που οφείλονται στη συνοχή των ατόμων και των μορίων του υλικού και μετατρέπεται σε θερμότητα. Η τελευταία εκδηλώνεται όταν υποβάλλουμε τα υλικά σε εφελκυσμό, θλίψη, στρέψη. μαγνητική υ. Ανάλογη, κατά κάποιο τρόπο, προς την ελαστική υ., είναι η μαγνητική υ., η oποία εμφανίζεται κατά τρόπο έκδηλο στα σιδηρομαγνητικά υλικά (σιδηρομαγνητισμός). Αν μια σιδερένια ράβδος υποβληθεί σ’ ένα μαγνητικό πεδίο, μαγνητίζεται εξαιτίας του φαινόμενου της επαγωγής. Και στην περίπτωση αυτή η μαγνήτιση δεν εξαφανίζεται τελείως με το μηδενισμό του μαγνητικού πεδίου και εκδηλώνεται με μια ορισμένη καθυστέρηση. Αν το μαγνητικό πεδίο μεταβάλλει ένταση και φορά σε συνάρτηση με το χρόνο, η μαγνήτιση διαγράφει μια κλειστή καμπύλη που καλείται βρόχος υστέρησης.
* * *
η / ὑστέρησις, -ήσεως, ΝΑ [ὑστερῶ]
νεοελλ.
1. καθυστέρηση
2. (τεχνολ.-φυσ.) μεσολάβηση σημαντικού χρονικού διαστήματος μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος ενός φαινομένου
2. φυσ. φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός συστήματος εξαρτώνται όχι μόνον από τις παραμέτρους που ισχύουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αλλά και από την όλη προηγούμενη εξέλιξή του μέχρι τη χρονική αυτή στιγμή
3. βιολ. α) η καθυστέρηση τού ενός από δύο συσχετιζόμενα φαινόμενα ή διαδικασίες
β) η καθυστέρηση τής προσαρμογής μιας εξωτερικής μορφής στις εσωτερικές πιέσεις
4. φυσιολ. η μετρήσιμη διαφορά τής τελικής μυϊκής τάσης που λαμβάνεται στη μονάδα μήκους τού μυός μετά από βράχυνση ή επιμήκυνσή του
5) φρ. α) «μαγνητική υστέρηση»
φυσ. η μη αντιστρεπτή μεταβολή τής μαγνήτισης ή τής μαγνητικής επαγωγής ενός σιδηρομαγνητικού υλικού, όπως είναι ο σίδηρος, ή ενός σιδηριμαγνητικού υλικού, όπως είναι ορισμένοι φερρίτες, η οποία συνδέεται με τις μεταβολές ενός μαγνητίζοντος πεδίου
β) «ηλεκτρική υστέρηση»
φυσ. η μη αντιστρεπτή μεταβολή τής διηλεκτρικής μετατόπισης ενός διηλεκτρικού υλικού, η οποία συνδέεται με τη μεταβολή ενός επιβαλλόμενου ηλεκτρικού πεδίου
γ) «βρόχος ηλεκτρικής υστέρησης»
φυσ. η κλειστή καμπύλη που περιγράφει τη μεταβολή τής πόλωσης τού διηλεκτρικού μέσου η οποία λαμβάνεται ως αποτέλεσμα ορισμένης κυκλικής μεταβολής τού επιβαλλόμενου ηλεκτρικού πεδίου
β) «βρόχος μαγνητικής υστέρησης»
φυσ. η κλειστή καμπύλη που περιγράφει τη μεταβολή τής μαγνήτισης ενός σιδηρομαγνητικού ή σιδηριμαγνητικού υλικού συναρτήσει τών κυκλικών μεταβολών ενός μαγνητίζοντος πεδίου
αρχ.
υστέρημα, έλλειψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υστέρηση — η 1. το να είναι ή να μένει κανείς ύστερος, καθυστέρηση. 2. (φυσ.), η καθυστέρηση στην εκδήλωση ενός φυσικού αποτελέσματος, το οποίο δε συμβαδίζει με το αίτιο χρονικά, αλλά επακολουθεί ύστερα από σημαντικό χρονικό διάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑστερήσῃ — ὑστερήσηι , ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστερήσηι , ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστερέω to be behind aor subj mid 2nd sg ὑστερέω to be behind aor subj act 3rd sg ὑστερέω to be behind fut ind mid 2nd sg ὑ̱στερήσῃ , ὑστερέω to be behind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσηι — ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj mid 2nd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj act 3rd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind fut ind mid 2nd sg ὑ̱στερήσῃ , ὑστερέω to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”